- θορύβους
- θόρυβοςnoisemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… … Dictionary of Greek
народьныи — (8*) пр. 1.Народный, людской: Оукланѧисѧ часто народьнааго мѧтежа. Изб 1076, 254; в тихости быти. к себѣ же и не приѥмлюще чювьствы. плища народнаго въ д҃шю. (τοὺς ἐκ τῶν αἰσϑητῶν ϑορύβους!) ПНЧ XIV, 144б; хранисѧ ѿ таковы˫а стрѣлы не исходить въ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
δαιμονιώδης — ες (AM δαιμονιώδης, ες) όμοιος με δαίμονα νεοελλ. 1. (για ενέργειες) βίαιος, παράφορος 2. (για θορύβους) ισχυρότατος, τρομαχτικός αρχ. μσν. αυτός που προέρχεται από τον διάβολο … Dictionary of Greek
ηχομονωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση 2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα τής απορροφητικότητας τού ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
καταψοφώ — καταψοφῶ, έω (Α) 1. γεμίζω κάτι με θόρυβο, κάνω κάτι να αντηχήσει από θορύβους («φιλήματι καταψοφοῡσι τὰς ἐκκλησίας», Κλήμ.) 2. κάνω μεγάλο θόρυβο, δημιουργώ βροντώδη κρότο («θεὸς καταψοφεῑ βρονταῑς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψοφῶ «αντηχώ … Dictionary of Greek
μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… … Dictionary of Greek